- σοροκάδα
- keşişleme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σοροκάδα — η, Ν κοινή ονομασία που δίνεται από τους ναυτικούς στους ανέμους οι οποίοι πνέουν από τα νοτιοδυτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορόκος + κατάλ. άδα (πρβλ. φεγγαρ άδα)] … Dictionary of Greek
σοροκάδα — η δυνατός σορόκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)